- τεκνοδότης
- τεκνο-δότης, ου, ὁ,A children-giving, [κλῆρος] Vett.Val. 122.23.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τεκνοδότης — ὁ, Α αυτός που δίνει, που χαρίζει παιδιά στους ανθρώπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέκνον + δότης (< δίδωμι), πρβλ. μισθο δότης] … Dictionary of Greek
τεκνοδότῃ — τεκνοδότης children giving masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)